- στενογραφικός
- η , ό[ν] стенографический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στενογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στενογραφία 2. αυτός που είναι γραμμένος με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] … Dictionary of Greek
στενογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη στενογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημειογραφικός — ή, ό / σημειογραφικός, ή, όν, ΝΜ [σημειογραφία / σημειογράφος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σημειογραφία, στην παράσταση τών μουσικών φθόγγων με διάφορα σημεία μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σημειογράφο, στενογραφικός. επίρρ … Dictionary of Greek